-
1 укладка
1. (установка, прокладка) η τοποθέτηση, η τακτοποίηση- вала с центровкой по коленчатому валу η άρμοση του άξονα και ευθυγράμμιση με τον στροφαλοφόρο άξονα- в штабель см. - в стопу -кабеля η άρμοση των καλωδίων- труб η άρμοση των σωλήνων 2 (упаковки) η συσκευασία, το πακετάρισμα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укладка